- σκοτούρα
- η1. ζαλάδα, σκοτοδίνη.2. στενοχώρια, έγνοια: Έχει πολλές σκοτούρες στο κεφάλι του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκοτούρα — η, Ν 1. ζάλη, σκοτοδίνη 2. μτφ. συνεχής ενόχληση, μπελάς, δυσάρεστη και επίμονη φροντίδα («έχει ένα σωρό σκοτούρες η δόλια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + κατάλ. ούρα (πρβλ. χασ ούρα)] … Dictionary of Greek
έγνοια — και έννοια, η (Μ ἔγνοια και ἔννοια) 1. φροντίδα, μέριμνα 2. σκέψη, συλλογή 3. ανησυχία, σκοτούρα … Dictionary of Greek
αντάρα — η (Μ ἀντάρα) 1. αποστασία 2. στενοχώρια νεοελλ. 1. θύελλα με σφοδρό άνεμο και συννεφιά 2. αναταραχή, ανακάτωμα 3. σκοτείνιασμα τ’ ουρανού, ομίχλη 4. σκοτούρα του νου, σύγχυση 5. θόρυβος, αναστάτωση 6. βοή 7. διασκέδαση, ξεφάντωμα 8. στενοχώρια.… … Dictionary of Greek
ζάλη — η (ΑΜ ζάλη) σύγχυση, αναστάτωση, στενοχώρια, ψυχική ή πνευματική ταλαιπωρία νεοελλ. μσν. αίσθημα εγκεφαλικής συσκότισης και απώλειας τής ισορροπίας, τάση για λιποθυμία, ίλιγγος, σκοτοδίνη νεοελλ. 1. βύθισμα, λήθαργος («κ είχε θανάτου ζάλη»,… … Dictionary of Greek
ζάλος — (I) ο (Μ ζάλος) νεοελλ. 1. ζάλη, σκοτοδίνη «έχει ζάλο στο κεφάλι» 2. ζαλιά*, φορτίο μσν. βάσανο, σκοτούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη, με μεταβολή γένους]. (II) ζάλος, ὁ (Α) λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
ζαλάδα — η 1. ζάλη, σκοτοδίνη 2. σκοτούρα, έγνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη + άδα* (πρβλ. αγρι άδα, αφηρημ άδα)] … Dictionary of Greek
ζαλοφρόντισμα — το φροντίδα, σκοτούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη + φρόντισμα] … Dictionary of Greek
θολάδα — η [θολός] 1. θολότητα, θολούρα, έλλειψη διαύγειας ή διαφάνειας, απουσία λαμπρότητας ή καθαρότητας 2. μτφ. (για πρόσ.) ζάλη, σκοτούρα, θαμπωμάρα, θάμπωμα … Dictionary of Greek
κατασκέπαση — η [κατασκεπάζω] στενοχώρια, σκοτούρα («μεγάλη κατασκέπαση τόν ήβρε και τρομάρα») … Dictionary of Greek
καταχνιά — η (Μ καταχνιά και καταχνία και κατεκνιά) ομίχλη, ομιχλώδης καιρός νεοελλ. 1. μτφ. ζάλη 2. θλίψη, μελαγχολία μσν. σκοτούρα, φροντίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἄχνη «αχνός, ατμός»] … Dictionary of Greek